οξυϋδρικός

οξυϋδρικός
η , ό[ν] кисловодородный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "οξυϋδρικός" в других словарях:

  • οξυυδρικός — ή, ό χημ. αυτός που αναφέρεται σε αέριο μίγμα υδρογόνου και οξυγόνου («οξυυδρική φλόγα» η φλόγα που παράγεται με καύση υδρογόνου μέσα σε καθαρό οξυγόνο). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Δαμβέργη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»